- τροχίτης
- τροχίτης [ῑ], ου, o( (sc. οἶνος), name of a wine made in Cyprus, Dsc. 5.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχίτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίτης — ὁ, Α (ενν. οἷνος) ονομασία κρασιού που παρασκευαζόταν στην Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. ίτης*, που απαντά και σε άλλα ον. κρασιών (πρβλ. μηλ ίτης). Η μορφή και η σημ. τής λ. παραμένουν αμφίβολες] … Dictionary of Greek